- Κυνθογενής
- Κῡνθογενής , Κύνθοςmasc/fem nom sgΚυνθογενήςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κυνθογενής — Κυνθογενής, ές (Α) (για τον Απόλλωνα) αυτός που γεννήθηκε στο όρος Κύνθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύνθος + γενής (< γένος), πρβλ. Δηλο γενής, Χιο γενής] … Dictionary of Greek
Apollo — This article is about the Greek and Roman god. For other uses, see Apollo (disambiguation) and Phoebus (disambiguation). Not to be confused with Phobos (mythology). Apollo … Wikipedia
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek